Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Εκδρομή στο Λιβάδι Θεσσαλονίκης- Εφιάλτης (Εκουτσίδου Στ, ΠΕ02)

 

Εκδρομή στο Λιβάδι Θεσσαλονίκης- Εφιάλτης (Εκουτσίδου Στ, ΠΕ02)

Μετά την εκδρομή μας στο Λιβάδι Θεσσαλονίκης, την ξενάγησή μας και τα παιχνίδια προσανατολισμού που παίξαμε, να γράψετε έναν εφιάλτη που είδατε χρησιμοποιώντας λέξεις από την εκδρομή μας, όπως εκκλησία, χαγιάτι, πηγή νερού-βρύση, ερειπωμένο σχολείο, πλατεία κτλ

 









Ένα βράδυ που ήταν Παρασκευή και 13 όλα κυλούσαν ομαλά, ώσπου κατά τη διάρκεια του ύπνου μου ξαφνικά νόμιζα πως βρέθηκα σε μία εκκλησία. Μπαίνω μέσα και φιλάω τις εικόνες, προσεύχομαι κι ενώ πάω να γυρίσω το κεφάλι μου συναντάω μπροστά μου τον ίδιο τον χάρο. Τρομοκρατημένη εγώ έτρεξα αμέσως στην πίσω μεριά της εκκλησίας όπου υπήρχε ένα σπίτι με χαγιάτι. Ανεβαίνω εκεί για να γλιτώσω, όμως στο δευτερόλεπτο σπάει το ξύλο με το οποίο ήταν φτιαγμένο το πάτωμα και πέφτω κάτω. Εν τω μεταξύ ο χάρος δε σταμάτησε να με κυνηγάει. Σηκώθηκα και φεύγοντας τρεχάτη από εκεί κατέληξα σε ένα δάσος. Κι ενώ εγώ συνέχιζα να τρέχω, υπήρχε μια πηγή νερού την οποία δεν είχα προσέξει. Γλιστράω σε κάτι νερά παραδίπλα και ο χάρος με πρόλαβε και  με πήρε και με πήγε σε ένα ερειπωμένο σχολείο. Με έδεσε σε μία καρέκλα και άρχισε να με ρωτάει κλασικές ερωτήσεις του τύπου πώς θα ήθελα να πεθάνω, ποια είναι η τελευταία μου επιθυμία κλπ. Στο καπάκι εμφανίζεται μία μαθήτρια, η οποία τον χτύπησε δυνατά με μία σιδερένια λαμαρίνα και με βοήθησε να δραπετεύσω. Τέλος, πήγαμε στη πλατεία του χωριού για μια χαλαρή βόλτα, όπου θα μου εξηγούσε ποια είναι και πώς βρέθηκε εκεί. Πριν προλάβει να πει πολλά πολλά, ξύπνησα με έναν κρύο ιδρώτα να με λούζει από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν το πιο περίεργο αλλά και τρομακτικό όνειρο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.

Κυριακή, Β1


Ένα βράδυ αποφάσισα να κοιμηθώ στο σπίτι μιας φίλης μου. Κατά τις 12 το βράδυ, είπαμε να κοιμηθούμε αλλά ξυπνήσαμε μπροστά σε ένα δάσος με μια ταμπέλα που έλεγε {Λιβάδι}. Και οι δύο απορήσαμε πώς βρεθήκαμε εκεί. Τέλος πάντων, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε και να δούμε αυτό το μέρος. Προχωρώντας, καταλάβαμε πως βρισκόμασταν σε χωριό, γιατί υπήρχαν πολλές παλαιές μονοκατοικίες και γύρω γύρω υπήρχε δάσος. Μετά από αρκετή ώρα η φίλη μου άρχισε να διψάει αλλά καμία από μας δεν είχε νερό μαζί της ούτε λεφτά για να αγοράσουμε, οπότε αρχίσαμε να ψάχνουμε για μια βρύση, μια πηγή νερού. Τελικά βρήκαμε μία και συνεχίσαμε το περπάτημα. Παρατηρήσαμε πως το χωριό δεν έχει πολλούς κατοίκους, το οποίο μας φάνηκε παράξενο. Όλα ήταν ήρεμα, μέχρι που εμφανίστηκε ένας κύριος ντυμένος στα μαύρα από ένα στενό δρομάκι και άρχισε να μας κυνηγά. Εμείς τρομάξαμε και αρχίσαμε να τρέχουμε. Η φίλη μου πρότεινε να μπούμε σε κάποιο σπίτι ή κτήριο για να κρυφτούμε και βρήκαμε ένα ερειπωμένο σχολείο. Κατευθείαν μπήκαμε μέσα και κρυφτήκαμε σε μια τάξη. Και οι δύο κλαίγαμε σαν μωρά. Φοβόμασταν πως άμα μας βρει αυτός ο άγνωστος θα μας σκότωνε. Μισή ώρα αργότερα, είπαμε να βγούμε και να δούμε τους άλλους χώρους του σχολείου. Ανεβήκαμε πάνω σε ένα χαγιάτι όπου εκεί βρήκαμε κάτι παλαιές φωτογραφίες από κατοίκους. Είχαμε ηρεμήσει λίγο, γιατί ο άγνωστος κύριος δεν ξαναεμφανίστηκε, οπότε βγήκαμε έξω και αποφασίσαμε να πάμε προς την πλατεία του χωριού. Εκεί αντικρίσαμε μια εκκλησία στην οποία πήγαμε να ξεκουραστούμε. Την ώρα που μιλούσα με την φίλη μου για το πώς να φύγουμε, πρόσεξα μια ταμπέλα η οποία έγραφε {1818}. Πόσο παλιό πρέπει να είναι αυτό το χωριό. Τέλος πάντων, εκεί συναντήσαμε μια μυστηριώδη κυρία, που ευχαρίστως μας βοήθησε και πήραμε τηλέφωνο τους γονείς μας. Εκείνη την ώρα της λέγαμε για αυτόν τον κύριο, μόλις το άκουσε άσπρισε ολόκληρη αλλά δε μας απάντησε. Επιτέλους, μετά από αρκετή ώρα ήρθαν οι γονείς μας να μας πάρουν. Εκεί που πάω να μπω στο αυτοκίνητο ξυπνάω στο δωμάτιο της φίλης μου. Όταν γύρισα να τη δω, ήταν ιδρωμένη και φαινόταν τρομαγμένη. Όταν την ρώτησα τι είχε, μου είπε ακριβώς τον ίδιο εφιάλτη που είδα κι εγώ.  Ήμουν αρκετά σοκαρισμένη και ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτό...

Πολυξένη, Β1

 

Χθες στις πέντε η ώρα τα ξημερώματα, βρισκόμουν σ’ ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ίσα που μπορούσα να δω από το λιγοστό φως που υπήρχε. Δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί. Δε θυμόμουν τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Απλώς ήξερα ότι βρισκόμουν εκεί λόγω μιας ταμπέλας που έγραφε :«Καλωσήρθατε στο χωριό Λιβάδι».

   Οι κάτοικοι του χωριού βρίσκονταν στα σπίτια τους και κοιμόντουσαν. Όλοι, εκτός από έναν γέρο, μικρού αναστήματος ξυλοκόπο, που κρατούσε ένα μακρύ τσεκούρι. Στεκόταν δίπλα σε μια πηγή νερού και γέμιζε το παγούρι του. Ξαφνικά, γύρισε απότομα και με κοίταξε με ένα βλέμμα αγριωπό και γεμάτο κακία. Χωρίς να πει τίποτα, άρχισε να με πλησιάζει απειλητικά, αφήνοντας το παγούρι και τη βρύση ανοιχτή πίσω του. Τότε εγώ ανησύχησα κι άρχισα να τρέχω προς την πλατεία του χωριού. Ο ξυλοκόπος, δεν ξέρω πώς, αλλά είχε την ικανότητα να εμφανίζεται συνεχώς μπροστά μου, παρόλο που δεν έτρεχε πίσω μου, σαν να ήταν φάντασμα. Καθώς έτρεχα, κατευθύνθηκα από την πλατεία προς το σχολείο, ύστερα πέρασα έξω από την εκκλησία και κατέληξα στο εσωτερικό ενός ερειπωμένου σπιτιού για να κρυφτώ. Παρ’ όλη την προσπάθειά μου να γλυτώσω, ο γέρος πάντα με έβρισκε. Με βρήκε και μέσα σε αυτό το σπίτι, οπότε πάνω στον πανικό μου πήδηξα από το χαγιάτι του και προσγειώθηκα ομαλά και χωρίς να τραυματιστώ, μιας και το χαγιάτι δε βρισκόταν σε μεγάλο ύψος.

   Μετά από μια ατελείωτη διαδρομή σ’ αυτόν τον αγώνα επιβίωσης, έφτασα σε ένα δάσος της περιοχής. Ο μανιακός ξυλοκόπος ακόμη με ακολουθούσε. Τότε, για κακή μου τύχη, το πόδι μου σφήνωσε ανάμεσα σε δυο μεγάλες πέτρες κι ο γέροντας ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Όταν σήκωσε ψηλά το τσεκούρι του για να με σκοτώσει, για καλή μου τύχη ξύπνησα απότομα και κατάλαβα πως όλα ήταν ένας απαίσιος εφιάλτης.

 Γιώργος, Β1

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ 6ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗΣ (ΕΚΟΥΤΣΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ, ΠΕ02)

  Και για το τέλος της χρονιάς οι μαθητές κυρίως του Α1, Β1 αλλά και του Γ1, Γ3 και Γ4 παρουσιάζουν τη δική τους Αλφαβήτα, την ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΤΗΣ...